- αποστερεώνω
- [-ώ (ο)] μετ.1) укреплять; закреплять; 2) мор. отвязывать; освобождать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποστερεώνω — (Α ἀποστερεοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. καθιστώ κάτι σκληρό, σκληραίνω 2. ξεστεριώνω αρχ. παθ. γίνομαι στερεός … Dictionary of Greek